Γράφει η Ιφιγένεια Στυλιανού
Σχολική Ψυχολόγος

Το ταξίδι της ζωής, όπως και η σχέση μητέρας και παιδιού, ξεκινάνε πολύ πιο πριν από την ημέρα της γέννησης. Σύμφωνα με την αναδυόμενη επιστήμη της Προγεννητικής Ψυχολογίας, η ενδομήτρια εμπειρία αποτελεί πραγματικότητα, επηρεάζεται σημαντικά από την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση της μητέρας και με τη σειρά της επιδρά στη μετέπειτα πορεία του ατόμου.

Με τον ίδιο τρόπο, η επίσης αναδυόμενη επιστήμη της Περιγεννητικής Ψυχολογίας, δίνει έμφαση και γνωστοποιεί πληροφορίες, σχετικά με τον τρόπο που οι εμπειρίες ενός παιδιού κατά τους πρώτους μήνες της γέννησής του μέχρι και την ηλικία των τεσσάρων, καθορίζουν τη μετέπειτα συναισθηματική, κοινωνική, συμπεριφορική και σωματική του ανάπτυξη (Ηλιάδου & Μαρόκα, 2014).

Ενώ μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα αρκετοί επιστήμονες αγνοούσαν την ενδομήτρια εμπειρία, η Προγεννητική Ψυχολογία έρχεται για να αποκαλύψει και να αναγνωρίσει τη σοβαρότητα αυτής της περιόδου στη ζωή του ανθρώπου.

Φυσικά, η συγκεκριμένη τοποθέτηση έρχεται να αλλάξει τα δεδομένα παλαιότερων και πιο σύγχρονων ερευνητών που υποστηρίζουν την έναρξη της ανθρώπινης εμπειρίας από τη γέννηση και έπειτα, υποστηρίζοντας ότι φυσιολογικές, συναισθηματικές και περιβαλλοντολογικές επιρροές κατά την περίοδο της ανάπτυξης του εμβρύου διαμορφώνουν την βάση για τη μελλοντική ανάπτυξη των παιδιών.

Για την εμβρυϊκή συνείδηση η μητρική αποδοχή ή απόρριψη αποτελούν μηνύματα και προβλεπτικούς παράγοντες της ανθρώπινης ανάπτυξης. Η μητρική αποδοχή ή απόρριψη, μπορεί εύκολα να κατανοηθεί ως η στάση και το συναίσθημα της μητέρας απέναντι στην επικείμενη εγκυμοσύνη.

Μέλλουσες μητέρες που βιώνουν την εγκυμοσύνη ως απρογραμμάτιστη και ανεπιθύμητη, ενδεχομένως να προβούν σε συμπεριφορές που επηρεάζουν αρνητικά την υγεία του εμβρύου, που ομοίως μπορούν να θεωρηθούν και ως προγνωστικές της φυσική και συναισθηματική εξέλιξης των παιδιών τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, όπως η καθυστερημένη λήψη προγεννητικής φροντίδας.

Η κατανόηση της εγκυμοσύνης ως μιας ανεπιθύμητης εμπειρίας, φάνηκε να συνδέεται με αρνητικές προθέσεις και άγχος γύρω από την εγκυμοσύνη, που επίσης συσχετίζεται με τον πρόωρο τοκετό ή τη γέννηση εμβρύων με χαμηλότερο από το αναμενόμενο βάρος (Field et al., 2009).

Μια απρογραμμάτιστη ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, σε αρκετές περιπτώσεις συνδέεται με τη χαμηλή ετοιμότητα της μητέρας και ελλιπή συναισθηματικό δεσμό με το παιδί κατά την προγεννητική περίοδο. Έτσι, ενώ η σχέση μητέρας και παιδιού εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ως αναπτυξιακή διεργασία, η χαμηλή ετοιμότητα και το «φτωχό» συναισθηματικό δέσιμο, δεν επιτρέπουν τη νοερή και ρεαλιστική προετοιμασία της μητέρας για τη γέννηση και τη μητρότητα.

Με τον ίδιο τρόπο, αρνητικές επιρροές μπορεί να επιφέρει η συναισθηματική ανισορροπία της μητέρας λόγω εξωγενών παραγόντων, ακόμα και στην περίπτωση επιθυμητής εγκυμοσύνης.

Αρνητικά και απρογραμμάτιστα γεγονότα με τα οποία η μέλλουσα μητέρα έρχεται σε επαφή κατά την κύηση, μπορούν να προκαλέσουν σε αυτήν έντονο και παρατεταμένο άγχος, φόβο ή απειλή, και να επηρεάσουν τον ψυχικό κόσμο του εμβρύου, τοποθετώντας το σε μια κατάσταση συνεχούς έντασης, προγνωστικός παράγοντας «κακής» σωματικής, ψυχικής και συμπεριφορικής ανάπτυξης του παιδιού (όπως: παιδική παχυσαρκία, παιδικό άγχος και επιθετικότητα) (Frosch et al., 2019; Glynn , Schetter, Hobel & Sandman, 2008; Huizink, 2000).

Όπως η συναισθηματική διαθεσιμότητα της μητέρας επηρεάζει τη εμβρυική ζωή, με τον ίδιο τρόπο επιδρά στην ανάπτυξη του παιδιού η κατάσταση της μητέρας κατά τους πρώτους μήνες ζωής του.

Σημεία τα οποία αναπόφευκτα «ενοχλούν» με την ύπαρξή τους το δεσμό μητέρας και παιδιού (όπως: μητέρες που βιώνουν απώλειες, κάποια μορφής βία, έχουν χαμηλή ή και καθόλου στήριξη από το περιβάλλον τους, συναισθηματικές διαταραχές κ.ά.), φαίνεται σε σημαντικό βαθμό να επηρεάζουν βασικούς τομείς της ανάπτυξης του παιδιού, όπως την ανάπτυξη του εγκεφάλου, τη λειτουργία του νευρικού συστήματος, την ανάπτυξη της συναισθηματικής ισορροπίας του παιδιού, τις γνωστικές του ικανότητες, αλλά και τη συμπεριφορά του (Rossen et al., 2018).

Εν κατακλείδι, η ψυχοσωματική κατάσταση της εγκύου, αποτελεί μείζονος σημασίας για την μετέπειτα ανάπτυξη του εμβρύου. Η εφαρμογή προσβάσιμων προγραμμάτων στήριξης και περιγεννητικής αγωγής είναι ιδιαίτερα αναγκαία και σημαντική, αφού μπορούν να οδηγήσουν στην ενίσχυση και διατήρηση της ψυχικής και σωματικής υγείας εγκύων και κατ’ επέκταση των παιδιών τους (Ηλιάδου & Μαρόκα, 2014).

Ευάγγελος Βόγγας | Γυναικολόγος - Μαιευτήρας